-
1 κατασχολάζω
A pass the time in idleness, loiter, χρόνου τι κ. tarry somewhat too long, S.Ph. 127;κ. ἐν ἀγρῷ Plu.Tim.36
.II κατεσχόλαζε τῆς Γναθαινίου λέγων, for ἐσχόλαζε λέγων κατὰ τῆς Γν., Macho ap.Ath.13.581d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασχολάζω
См. также в других словарях:
κατασχολάζω — (AM) μσν. θέτω τέρμα σε κάτι αρχ. 1. περνώ τον καιρό μου σε αργία, σε απραξία, μένω αργός, βραδύνω, αργοπορώ, απρακτώ 2. διαμένω, περνώ τον καιρό μου κάπου 3. περνώ τον καιρό μου κακολογώντας κάποιον («κατεσχόλαζε τής Γναθαινίου λέγων», αντί:… … Dictionary of Greek